- κἀξανευρίσκεις
- ἐξανευρίσκεις , ἐξανευρίσκωinventpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξανευρίσκω — ἐξανευρίσκω (Α) 1. επινοώ, εφευρίσκω («ὦ μῑσος, οἷα κἀξανευρίσκεις λέγειν», Σοφ.) 2. βρίσκω, ανακαλύπτω … Dictionary of Greek